ερπυσμός

ερπυσμός
Η αργή ροή ενός στερεού πάνω στο οποίο επενεργούν δυνάμεις. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου πέτρινα υπέρθυρα δοκάρια και επιτύμβιες πλάκες κάμπτονται υπό την επίδραση της βαρύτητας ύστερα από πολλά χρόνια, μεταλλικές βίδες στα θερμά τμήματα μηχανών σιγά-σιγά επιμηκύνονται (και χρειάζεται περιοδικά να σφίγγονται τα παξιμάδια στις βίδες) και ο μόλυβδος που έχει χρησιμοποιηθεί για να επικαλυφθούν τρούλοι εκκλησιών ρέει αργά προς τα κάτω. Η ροή αυτή θεωρείται ότι οφείλεται στην κίνηση των εξαρθρώσεων (περιοχών παραμόρφωσης μέσα στον κρύσταλλο).
* * *
ο (Α ἑρπυσμός) [ερπύζω]
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑρπυσμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπυσμόν — ἑρπυσμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”